- νικαφόρος
- νικαφόρος, -ον (Α)βλ. νικηφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νικαφόρος — νῑκᾱφόρος , νικηφόρος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικηφόρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ίδρυσε τη Μονή Χαρσιανού. Η μνήμη του τιμάται στις 23 Οκτωβρίου. 2. Ν. ο Φωκάς. Αυτοκράτορας του Βυζάντιου. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. 3. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι μαζί με τον Στέφανο και… … Dictionary of Greek